- φιλοκορίνθιος
- φῐλο-κορίνθιος, ὁ,A loving the Corinthians, Them.Or.27.335d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοκορίνθιος — ον, Α αυτός που συμπαθεί τους Κορινθίους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Κορίνθιος] … Dictionary of Greek
φιλοκορίνθιον — φιλοκορίνθιος loving the Corinthians masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)